- αντίπρωρος
- κ. -πλωρος, -η, -ο (Α ἀντίπρῳρος, -ον) [πρῴρα]νεοελλ.(για άνεμο) αυτός που φυσάει αντίθετα προς την πλώρη του καραβιούαρχ.(για πλοία)1. αυτά που βρίσκονται αντιμέτωπα μεταξύ τους, πλώρη με πλώρη2. έτοιμα για ναυμαχία, σε κατάσταση ετοιμότητας3. (για τόπους και ανθρώπους) ο απέναντι, ο αντικρινός.
Dictionary of Greek. 2013.